Μουσείο Αγροτικής Κληρονομιάς Ξυλιάτου

Το μουσείο αυτό στόχο έχει να αναδείξει την πλούσια λαϊκή και αγροτική παράδοση της κοινότητας και της περιοχής, συμβάλλοντας στη επιμόρφωση των νέων μας, τη γνωριμία τους με την πολιτιστική και οικονομική παράδοση του τόπου.

Η παλιά εκκλησία καταστράφηκε ολοσχερώς το καλοκαίρι του 1998, όταν τυλίχθηκε στις φλόγες. Πλέον, τη νέα εκκλησία του Αγίου Μάμα αποτελεί ένα μικρό και λιτό εκκλησάκι με αμφικλινή στέγη με στενά ξύλινα παράθυρα και πόρτες. Εξωτερικά είναι επενδυμένο με πέτρα, ενώ το καμπαναριό του είναι ανεξάρτητο και βρίσκεται στο προαύλιο της εκκλησίας δίπλα από ένα αγέρωχο κυπαρίσσι.

Ο αργαλειός είναι χειροκίνητη μηχανή ύφανσης, συνηθέστερη σε παλαιότερες εποχές. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά την προβιομηχανική εποχή και αργότερα κυρίως στις αγροτικές περιοχές, στην οικιακή οικονομία των οποίων διαδραμάτισε βασικό ρόλο, καθώς αποτελούσε το κύριο μέσο ύφανσης και κλωστοϋφαντουργίας. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση ο κλασικός, ξύλινος, κινούμενος με μυϊκή ενέργεια αργαλειός αντικαταστάθηκε από το μηχανικό αργαλειό. Σήμερα έχει σχεδόν καταργηθεί, καθώς η διαδικασία της ύφανσης έχει μηχανοποιηθεί και στη θέση του αργαλειού χρησιμοποιείται η υφαντική μηχανή. Ο ξύλινος αργαλειός απαντάται σήμερα μόνο σε ελάχιστα σπίτια απομακρυσμένων περιοχών και σε μουσεία λαϊκής τέχνης. Στην κυπριακή διάλεκτο ονομάζεται βούφα.

Γενική Περιγραφή: Ο Υλοτόμος ασχολείται με την κοπή δέντρων από το δάσος, προκειμένου αυτά να μετατραπούν σε ξυλεία. Οι κύριες εργασίες του Υλοτόμου είναι η κοπή των δέντρων, η μετατόπιση και μεταφορά τους από το σημείο κοπής στο δρόμο, για μεταφορά τους προς το χώρο επεξεργασίας, καθώς επίσης η μεταφορά των κορμών στους χώρους επεξεργασίας με τη βοήθεια αγροτικών μηχανημάτων και φορτηγών και η διαλογή των κομματιών των ξύλων.

Η σωστή καλλιέργεια του χωραφιού ήταν το μυστικό για μια επιτυχημένη σπορά. Ο ρεσπέρης ξεκινούσε το όργωμα από το τέλος του καλοκαιριού χρησιμοποιώντας το ξυλάλετρο, που το έσερνε ένα ζευγάρι βοδιών ή γαϊδουριών. Μετά τα πρωτοβρόχια, ο γεωργός ξαναόργωνε το χωράφι για να μαλακώσει το χώμα, ώστε να υποδεχθεί τον σπόρο στις αρχές Νοεμβρίου. Τη μέρα της σποράς, ο γεωργός έβαζε στο ζεμπίλι του σιτάρι που είχε φυλάξει από την προηγούμενη σοδειά, μαζί με δυο-τρεις ρώγες ροδιού, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, πίστευαν πως έτσι θα αποκτούσε το σπαρτό το χρυσοκόκκινο χρώμα του πολύτιμου καρπού. Περνώντας στο ένα χέρι το ζεμπύλι, περπατούσε με σταθερό βηματισμό και πετούσε τον σπόρο στη γη με το άλλο. Μετά τη σπορά, ο γεωργός σαράκλιζε το χωράφι, στεκόταν, δηλαδή, πάνω σε μια βαριά σανίδα, την οποία έσερναν τα βόδια του και πίεζε το σιτάρι να χωθεί στη γη, για να μην το φαν τα πουλιά. Μόλις τελείωνε η διαδικασία, χάραζε ένα σταυρό πάνω στο χώμα και σχημάτιζε ένα μεγάλο κύκλο γύρω από αυτόν προσευχόμενος η παραγωγή του σιταριού στο τέλος της χρονιάς να είναι τόσο μεγάλη, ώστε να καλύψει τον κύκλο.

O καιρός του θέρους ερχόταν τον Ιούνη. Αφότου περνούσε η πρώτη Κυριακή μετά τη γέννηση του φεγγαριού, οι θεριστάδες ακόνιζαν τα δρεπάνια τους και ξεκινούσαν πριν χαράξει, για να γλιτώσουν, όσο γινόταν, από τον καυτό ήλιο της Κύπρου. Αρχικά, ο πρωταρκάτης «έκοβκεν τ’ αντάτζιν», δηλαδή οριοθετούσε κατά πλάτος το κομμάτι γης που έπρεπε να θεριστεί εκείνη τη μέρα, ανοίγοντας ένα πέρασμα γύρω-γύρω και τον ακολουθούσαν οι υπόλοιποι θεριστάδες. Για κάθε δύο θεριστάδες χρειαζόταν μια γυναίκα «αγκαλιαρκά», να μαζεύει τα θερισμένα στάχυα και να τα δένει σε στέρεες δέσμες -τα λεγόμενα δεμάτια- τοποθετώντας τα σε μια βάση από σχήμα σταυρού. Η διαδικασία του θέρους συνεχιζόταν μέχρι να δύσει ο ήλιος. Η χρήση των θεριστικών μηχανών, που ξεκίνησε στα μέσα του 20ου αιώνα αύξησε την αποτελεσματικότητα του θέρους και μείωσε τον μόχθο των γεωργών. Άμα τελείωνε το θέρισμα όλων των σπαρμένων χωραφιών, οι θεριστάδες άφηναν τα δεμάτια απλωμένα στο χωράφι να στεγνώσουν για καμιά δεκαριά μέρες, ώστε να είναι έτοιμα για το αλώνισμα.

Τα αλώνια βρίσκονταν συνήθως στην άκρη του χωριού γεγονός που διευκόλυνε και την μεταφορά των φορτίων που γινόταν πάντοτε με δυσκολία. Ήταν συνήθως μισό-σκάλα χωράφια που στο δάπεδο τοποθετούσαν (φύτευαν) πέτρες σε πάρα πολύ πυκνή διάταξη ούτως ώστε το δάπεδο να είναι ίσιο και λείο γεγονός που διευκόλυνε την διαδικασία του αλωνίσματος που γινόταν τα πολύ παλιά χρόνια με ζώα και με αρχέγονα ξύλινα εργαλεία. Η θεμονιές αφού μαζεύονταν στο αλώνι έπρεπε να ανοιχθούν και να απλωθούν και να γίνει πλήρης αποξήρανση για αυτό παρέμεναν έτσι απλωμένες πάντοτε φυλαγμένες και από τα ζώα αλλά και από ανθρώπους. Μετά το άπλωμα και την πλήρη αποξήρανση έβαζαν τα ζώα να πατήσουν και να διαμελίσουν τα στάχυα οδηγώντας πάντοτε τα ζώα από το κέντρο του αλωνιού σε κυκλική τροχιά ,ανακατεύοντας τα έτσι ώστε ο διαμελισμός να γίνει όσο το δυνατό καλύτερα. Μετά “’εζεγναν” τα ζώα με τη “δουκάνη”η “λουκάνη.

Στην Κύπρο ο βοσκός έβοσκε συνήθως πρόβατα και γίδια και, σπανιότερα, βόδια. Η ζωή του ήταν σκληρή και μοναχική. Συνήθως τριγυρνούσε στην ύπαιθρο, μόνος με το κοπάδι και τον σκύλο του, και τα βράδια κοιμόταν μαζί με τα ζώα του στη μάντρα. Στα ορεινά μέρη ο βοσκός είχε μάντρα καλοκαιρινή και μάντρα χειμερινή σε χαμηλότερο υψόμετρο. Μόνος, ή με τη βοήθεια της γυναίκας του, περιποιόταν τα ζώα του, τα άρμεγε, τα ξεγεννούσε, τα περιέθαλπε, τα κούρευε. Συνήθως ο ίδιος έφτιαχνε και χαλλούμια, αναράδες και άλλα προϊόντα σχετικά. Κατέβαινε στο χωριό του μόνο όταν υπήρχε λόγος.

Ο Μελισσοκόμος ασχολείται με την εκτροφή μελισσών, τη συγκομιδή και πώληση του μελιού, του βασιλικού πολτού, της κερήθρας και των άλλων προϊόντων που παράγει η μέλισσα. Για στην εκτροφή των μελισσιών στην Κύπρο μέχρι τις αρχές της του 20ου αιώνα χρησιμοποιείτο το τζ´ιβερτιν, κυλινδρικό αγγείο από πηλό που εψήνετο σε καμίνια. Το τζ’ιβέρτιν ήταν είδος «κυψέλης» για μελίσσια. Κλεινόταν και στις δυο του άκρες με πλάκες από πέτρα ή μάρμαρο και πηλό ή γύψο. Η πλάκα του μπροστινού μέρους είχε μικρή τρύπα στο κάτω μέρος της, απ’ όπου μπαινόβγαιναν οι μέλισσες. Στο εσωτερικό του τζ’ιβερκιού οι μέλισσες κατασκεύαζαν τις «πίττες» (=κηρήθρες) κάθετα, την μια πίσω από την άλλη. Ο τρυγητός και η συλλογή της παραγωγής γινόταν εύκολα με ένα κοφτερό στην άκρη εργαλείο, που έκοβε τις «πίττες». Τα τζ’ιβέρκια συνήθως τα έκτιζαν το ένα πάνω από το άλλο, σε σειρές, κάτω από στεγασμένα υπόστεγα που ονομάζονταν μελισσαρκά (τα). Άλλοτε πάλι εντοιχίζονταν στους εξωτερικούς τοίχους των αγροτικών κατοικιών. Τα εντοιχισμένα στους τοίχους σπιτιών τζ’ιβέρκια τρυγιούνταν από το πίσω μέρος τους που άνοιγε στο εσωτερικό των σπιτιών. Στις αρχές του 20ού αιώνα εισήχθησαν στην Κύπρο οι ξύλινες κυψέλες, που σταδιακά αντικατέστησαν τα πήλινα τζ’ιβέρκια.

Ο Τουρκόπουλλος με όπλο ένα ραβδί που στο κάτω μέρος είχε μια σιδερένια λόγχη, είχε ως έργο την επίβλεψη των αγρών και των μαντρών των γεωργών και των κτηνοτρόφων. Με αυξημένα καθήκοντα για τη διαφύλαξη της ησυχίας και της τάξης, τη δίωξη και πρόληψη του εγκλήματος και την επιβολή προστίμων στους παρανομούντες, ήταν το δεξί χέρι του μουχτάρη, αλλά πρωτίστως ήταν υπόλογος στον περιφερειακό Αστυνόμο. Ντυνόταν στο χακί για να ξεχωρίζει πως κατείχε εξουσία, και στο χέρι είχε περασμένο ένα μπρούτζινο περιβραχιόνιο, που ο κάθε διορισμένος Τουρκόπουλλος φορούσε με μεγάλη τιμή και το οποίον αν και βαρύ ποτέ δεν αποχωριζόταν, παρά μόνο επεδείκνυε με καμάρι. Για την καλύτερη επόπτευση και αστυνόμευση, ο Τουρκόπουλος είχε στα καθήκοντα του υποχρέωση να κρατεί σημειώσεις για όλες του τις ενέργειες από πρωί ως βράδυ, όλες τις ώρες δηλαδή κατά τις οποίες ήταν εν υπηρεσία. Σημείωνε ποιον συναντούσε στους αγρούς ή στα καφενεία και τι ομολογούσαν μεταξύ τους, ποιον σπουδαίο ή ανώτερο αξιωματούχο συνόδευε ως εκ των καθηκόντων του, ποιος παρανόμησε, ποιον προστίμαρε, πόσο πρόστιμο επέβαλε, κλπ

Στην κοινότητα εδιατηρείτο σε λειτουργία ελιόμυλος μέχρι τη δεκαετία του 1970. Ο παραδοσιακός ελιόμυλος αποτελείτο από δυο πέτρες, το «σκουτέλλιν» και τη «μυλόπετρα». Το «σκουτέλλιν» είναι ένας κυκλικός λίθος που χρησίμευε ως λεκάνη, ενώ η μυλόπετρα ένας κυκλικός λίθος με μια τρύπα στο κέντρο όπου τοποθετείτο οριζόντια ένα δοκάρι. Η μυλόπετρα περιστρεφόταν με τη βοήθεια των αντρών που έσπρωχναν το δοκάρι. Συγκεκριμένα, στέκονταν δυο άντρες από τη μια πλευρά και δυο από την άλλη και καθώς κινούνταν γύρω από τη μυλόπετρα, πολτοποιούνταν οι ελιές που προηγουμένως τοποθετούνταν μέσα στο «σκουτέλιν», τη πέτρινη λεκάνη κάτω από αυτή. Ακολούθως, ο πολτός αυτός, τοποθετείτο στα ζεμπίλια, όπου με τη μέγγενη τον συμπίεζαν και έρεε το λάδι.

Το ζύμωμα ήταν μια τελετουργία που γινόταν κάθε Σάββατο σε κάθε νοικοκυριό. Μια μέρα πριν, η νοικοκυρά έπρεπε να «ανακινήσει» το προζύμι, που είχε κρατήσει από την προηγούμενη φορά που ζύμωσε. Έτσι, το έβαζε στο βουρνί και προσέθετε σε αυτό, αλεύρι και χλιαρό νερό, ώστε να ενεργοποιήσει τους μύκητες της ζύμωσης. Κοσκίνιζε ξανά το αλεύρι που θα χρησιμοποιούσε εκείνη τη φορά και το έβαζε στην βούρνα της να είναι έτοιμο. Τη μέρα του ζυμώματος ξυπνούσε από το χάραμα για να ζεστάνει νερό και να ξεκινήσει τη διαδικασία. Έβαζε τον σταυρό της και με τα σκληραγωγημένα από τη δουλειά χέρια της ζύμωνε για ώρα, μέχρι το ζυμάρι να γίνει ομοιογενές με λεία επιφάνεια. Το σχημάτιζε σε καρβέλια, τα οποία τοποθετούνταν στα κουπποσάνια, τα σκέπαζε με σεντόνια και κουβέρτες και τα άφηνε να φουσκώσουν. Όταν πλησίαζε η ώρα που το ψωμί ήταν αφράτο κι έτοιμο για ψήσιμο, η νοικοκυρά πύρωνε τον φούρνο με ξύλα. Αφότου θερμαινόταν η πλάκα του φούρνου, παραμέριζε τα ξύλα προς τα τοιχώματα του φούρνου, καθάριζε την πλάκα με βρεγμένο πανί και τοποθετούσε τα ψωμιά με το φουρνόφτζυαρο. Ύστερα από μία ώρα, τα ροδοκόκκινα ψωμιά ήταν έτοιμα. Τα ξεφούρνιζε και τα έβαζε πάνω σε πανέρια ποκαλάμης, καλυμμένα με καθαρό μαντήλι. Tο ψωμί αποθηκευόταν στην ταπατζιά που κρεμόταν από το ταβάνι ή σε μικρές κοφίνες, τις οποίες είχε το κάθε νοικοκυριό.